ἐπικουρικά

ἐπικουρικά
ἐπικουρικός
serving as
neut nom/voc/acc pl
ἐπικουρικά̱ , ἐπικουρικός
serving as
fem nom/voc/acc dual
ἐπικουρικά̱ , ἐπικουρικός
serving as
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γεντέκι — το 1. σκοινί με το οποίο ρυμουλκείται βάρκα 2. η βάρκα 3. άλογο που το οδηγεί κανείς πεζός, κρατώντας το χαλινάρι του 4. δοχείο με έτοιμο ζεστό νερό στα καφενεία* 5. τα γεντέκια επικουρικά ιππικά στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yedek «σχοινί με …   Dictionary of Greek

  • επικουρικός — ή, ό (Α ἐπικουρικός, ή, όν) [επίκουρος] βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῡ... γένους», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία αρχ. 1. (για στρατό) εφεδρικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν συμμαχική δύναμη 3. αυτός που ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… …   Dictionary of Greek

  • Γύλιππος — (450 π.Χ. – ;).Σπαρτιάτης στρατηγός. Ήταν γιος του Κλεανδρίδα και συμμετείχε στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Οι συμπατριώτες του, γνωρίζοντας το θάρρος του, τον έστειλαν με επικουρικά στρατεύματα να βοηθήσει τους Συρακούσιους, έπειτα από υπόδειξη του …   Dictionary of Greek

  • ΙΚΑ — (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων). Ενιαίος αυτοδιοικούμενος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρεται σε ολόκληρη τη χώρα. Περιλαμβάνει όλους τους εργαζόμενους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και κάθε είδους ιδρύματα –ακόμα και δημόσια με σύμβαση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”